Πάνε δυο μέρες τώρα που το κρεβάτι της είναι στρωμένο και το στομάχι της πονά ασταμάτητα. Αποφάσισε ν' ανοίξει το κινητό,αλλά το σήμα μάλλον την πρόδωσε και δεν της έρχονται οι κλήσεις,μα δεν την νοιάζει και πολύ,ίσα που ανακουφίζεται. Στέκεται στην άψυχη οθόνη του υπολογιστή,με τα χέρια της στηρίζει το κεφάλι και τα "φταις" του μυαλού της την σπρώχνουν με βία στον τοίχο του δωματίου. Ακούει παράσιτα και φωνές,θαρρείς και βρήκε άνθρωπο μέσα στο άδειο σπίτι και αλαφιασμένη με γρήγορα βήματα,σχεδόν τρέχοντας,βγαίνει στο μπαλκόνι.
Στο δρομάκι του σπιτιού της δεν κουνιέται φύλλο και τα λιγοστά φώτα του δρόμου την βοηθούν να δει ως και την θάλασσα. Ανέκαθεν αγαπούσε το μπλε χρώμα της θάλασσας και φέτος δεν πήγε ούτε μια φορά,κανείς δεν την πήρε τηλέφωνο,έστω για μία βόλτα. Δεν το φανταζόταν τόσο μελαγχολικό και θλιμμένο αυτό το καλοκαίρι. Έσυρε τα πόδια της ως την αναπαυτική καρέκλα και κάθισε αφήνοντας το ελαφρό αεράκι να της μπερδεύει τα μαλλιά. Ούτε τα μαλλιά της δεν την ένοιαζαν πια,ούτε και φοβόταν μη την έβλεπε κανένας γείτονας πίσω από την κουρτίνα του δικού του σπιτιού. Δεν την ενδιέφερε καθόλου πως έδειχνε,συμπεριφερόταν όπως στην πραγματικότητα ήταν και ο εσωτερικός της κόσμος. Ένιωθε το κρύο να εισχωρεί από το γυμνό της στήθος και η θερμοκρασία των ποδιών της να είναι δυσανάλογη με το σώμα της από τα κρύα,αφιλόξενα πλακάκια. Ήθελε να πάρει ένα τσιγάρο,να νιώσει τον καπνό μέσα της,αλλά τα πόδια της δεν τη βαστούσαν να φτάσει ούτε μέχρι την τσάντα.
Παρακαλούσε να σταθεί κάποιος μαζί της και να την πάρει αγκαλιά. Αυτή την αγκαλιά που τόσο ποθεί και την βλέπει να στοιχιώνει στα όνειρά της. Δεν ήθελε όμως να τσαλακωθεί και να χωρέσει μετά βίας στον κόσμο κάποιου,όπως τόσες άλλες φορές. Για μία φορά μόνο,ήθελε να μπορούσε να είναι ολόκληρη μέσα του και οι φόβοι και οι ανασφάλειες να διαλύονταν μόνο με το άγγιγμα των ακροδαχτύλων επάνω της. Αποζητούσε αυτόν που θα σκούπιζε τα δάκρυά της πριν προλάβουν να φτάσουν στα χείλη της και θα το έκανε μόνο από στοργή και αγάπη.
(κάποιος της ψιθύρισε όμως,πως η αγάπη δεν ανεβαίνει πια στο μπαλκόνι της)