Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016

Ήθελα μόνο να χορέψω.


Θυμάμαι μόνο πως έτρεχα. Έτρεχα με ιλιγγιώδη ταχύτητα σαν να με κυνηγούσε κάποιος.
Θυμάμαι πως έκλαιγα, έκλαιγα τόσο πολύ που είμαι σίγουρη πως οι περαστικοί άκουγαν την ανάσα μου κι ένιωθαν την απόγνωση μου.
Στην αρχή ένιωθα σαν κάποιος να με κυνηγάει, τελικά κατάλαβα πως τρέχοντας προσπαθούσα μάταια να ξεφύγω από εμένα. Με είχα βάλει στη γωνία και με χτυπούσα με το μαστίγιο, πόσο με πλήγωσε ο εαυτός μου, πόσο δεν κατάφερα να σταθώ στο ύψος μου. Αδυνατούσα να χειριστώ τη συμπεριφορά μου, δεν ήμουν εγώ αυτή, δεν ήθελα να είμαι εγώ. Σα να είχα φορέσει ωτοασπίδες, η φωνή όλων ήταν φασαρία. Εγώ. Μόνο εγώ. Τιποτένιοι οι άλλοι. Εγώ η σημαντική, η τέλεια, ο ξερόλας ... η ηλίθια! Μα πόσο ηλίθια.
Ήθελα να πέσω κάτω και να κλάψω. Να κλάψω γοερά. Να κλάψω για τα λάθη μου που κάθε τόσο πληρώνω. Να κλάψω για τη βλακεία που με δέρνει από την κούνια. Για την άτακτη καρδιά μου που κανέναν δεν ακούει, πάντα απρόσεκτη, πάντα χαζή.

Ήθελα να κλάψω για τον ανάπηρο κύριο που κανένα χέρι βοήθειας δεν είχε καθώς έμπαινε στο λεωφορείο. Ούτε το δικό μου. Γιατί δεν του το έδωσα; Τι με κράτησε; Πάντα έτσι ήμουν;
Ήθελα να κλάψω για τον άστεγο που προσπέρασα. Να κλάψω για όλα όσα έχεις εσύ, μα όχι εγώ. Για όλα όσα έχω εγώ, μα όχι εσύ. Να κλάψω για την κυρία που μάλωσε στην τράπεζα και τον κύριο που μάλωσε στη λαική. Ήθελα να κλάψω για την αδιαφορία όλων μας, για την αγένεια μας, για τη δική μου γενιά, κι ύστερα για τη δική σου.

Ήθελα μόνο να κλάψω. Για τη ζωή που δε μου χαρίστηκε. Για όλα όσα απέκτησα με κόπο. Για όλα όσα αφιέρωσα χρόνο και χρήμα μα απέτυχα παταγωδώς. Ήθελα να κλάψω για τις νύχτες μου. Αυτές που νιώθω ότι είναι στοιχειωμένες με πρόσωπα που θέλω να ξεχάσω. Ήθελα να κλάψω για το παρελθόν μου. Για το παρόν μου. Για το μέλλον αυτό που τόσο φοβάμαι. Για το χρόνο μου που πια πήγε περίπατο και δεν έχω την πολυτέλεια να τον σπαταλώ από 'δω κι από 'κει. Ήθελα να κλάψω για τις εποχές που αλλάζουν κι εγώ περιμένω να φανείς.
Ήθελα μόνο να κλάψω. Για εμένα.
Για εσένα.



Αντί γι' αυτό έτρεξα στο σπίτι και μουτζουρώθηκα με το κόκκινο κραγιόν μου.
Λίγο στα χείλη, τρεις άτσαλες γραμμές στο ένα μάγουλο, δύο στο άλλο -μη μείνει παραπονεμένο.
Κι άρχισα να χορεύω με το ταβάνι να σείεται από τη μουσική.
Ήθελα μόνο να χορέψω, τελικά.